- πιθοκοίτη
- πῐθοκοίτη, ἡ,A gloss on πιθάκνη, Sch.Ar.Eq.789.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πιθοκοίτη — ἡ, Α η πιθάκνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος + κοίτη] … Dictionary of Greek
πιθοκοίταις — πιθοκοίτη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)